πηδαλιουχώ

πηδαλιουχώ
(ε) αμετ. управлять, править рулём; управлять ручным способом

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "πηδαλιουχώ" в других словарях:

  • πηδαλιουχώ — πηδαλιουχῶ, έω, ΝΜΑ [πηδαλιούχος] χειρίζομαι το πηδάλιο, κατευθύνω το πλοίο, είμαι πηδαλιούχος νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρκμ.) πηδαλιουχούμενος, η, ο α) ως επίθ. αυτός που φέρει πηδάλιο και κυβερνιέται με πηδάλιο β) το ουδ. ως ουσ. το… …   Dictionary of Greek

  • οιακίζω — (Α οἰακίζω, ιων. τ. οἰηκίζω) 1. στρέφω, χειρίζομαι τον οίακα τού πλοίου, πηδαλιουχώ («ἑνὸς ἀνδρὸς ἐξ ἑκατέρου τοῡ μέρους τῆς πρύμνης οἰακίζοντος», Πολ.) 2. μτφ. δίνω κατεύθυνση, κυβερνώ, καθοδηγώ (α. «διὸ παιδεύουσι τοὺς νέους οἰακίζοντες ἡδονῇ… …   Dictionary of Greek

  • οιακονομώ — οἰακονομῶ, έω (Α) [οιακονόμος] 1. κυβερνώ πλοίο, πηδαλιουχώ 2. μτφ. διοικώ, κατευθύνω …   Dictionary of Greek

  • οιακοστροφώ — (Α οἰακοστροφῶ, έω) [οιακοστρόφος] 1. χειρίζομαι τον οίακα, χειρίζομαι το πηδάλιο, πηδαλιουχώ, οιακίζω 2. μτφ. διευθύνω, κυβερνώ, διοικώ, καθοδηγώ …   Dictionary of Greek

  • πηδαλιουχούμενος — η, ο, Ν βλ. πηδαλιουχώ …   Dictionary of Greek

  • τιμονεύω — Ν [τιμόνι] 1. (κυρίως στον Ερωτόκρ.) χειρίζομαι το τιμόνι, πηδαλιουχώ 2. μτφ. α) καθοδηγώ β) διακυβερνώ με ιδιαίτερη φροντίδα και επιτυχία, ιδίως σε περιπτώσεις οικονομικών ή άλλων δυσχερειών, κουμαντάρω («νοικοκυρά πρεπούμενη ξέρει και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»